- θερμαστρίδα
- η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα]λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιάαρχ.1. κάθε είδος λαβίδας2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια σε σχήμα λαβίδας3. είδος σφήνας ή καρφιού4. θερμαντήρας («τοὺς λέβητας καὶ τὰς θερμάστρεις καὶ τὰς φιάλας», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Look at other dictionaries:
θέρμαστις — και θερμαστίς, ίδος, ἡ (Α) η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)] … Dictionary of Greek
θερμάστιον — θερμάστιον, τὸ (Α) [θέρμαστις] θερμαστρίδα, μασιά … Dictionary of Greek
θερμαυστρίζω — ή θερμαστρίζω (Α) χορεύω τον χορό θερμαστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»] … Dictionary of Greek